- τελαλίζω
- τελαλώ (ε) μετ.1) возвещать; 2) распространять (новости и т. п.); разбалтывать, выдавать (тайну)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τελαλίζω — τελάλισα, τελαλίστηκα, και ντελαλίζω ντελάλισα, ντελαλίστηκα, τελαλώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντελαλίζω — και ντελαλώ και τελαλίζω και τελαλώ [ντελάλης] 1. διαλαλώ, διατυμπανίζω 2. μτφ. διαδίδω μυστικό … Dictionary of Greek